καινόλεκτος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόλεκτος Medium diacritics: καινόλεκτος Low diacritics: καινόλεκτος Capitals: ΚΑΙΝΟΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kainólektos Transliteration B: kainolektos Transliteration C: kainolektos Beta Code: kaino/lektos

English (LSJ)

ον,

   A new-fangled, Hdn. Epim.3.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue Weise, ungewöhnlich gesagt, Hdn. epim. p. 3.

Greek (Liddell-Scott)

καινόλεκτος: -ον, νεόλεκτος, κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, ἀσυνήθης, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.

Greek Monolingual

καινόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφί-λεκτος, νεό-λεκτος].