ζεύγμα
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek Monolingual
το (AM ζεῡγμα) ζεύγνυμι
κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος
2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» — φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο του λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος
β) «ζεύγμα ποταμού» — πρόχειρη κινητή γέφυρα από πλωτά μέσα
3. βραχυλογικό σχήμα λόγου, κατά το οποίο δεν επαναλαμβάνεται μια λέξη και συμπληρώνεται νοερά από άλλο γραμματικό της τύπο, από συνώνυμο ή λέξη σχετικής σημασίας (α. «διέταξε προέλαση και να συνεχίσει να βάλλει το πυροβολικό» — διέταξε προέλαση και συνέχιση της βολής ή διέταξε να προελάσουν και να συνεχίσουν τη βολή
β. «Θέτις μὲν εἰς ἅλα ἅλτο Ζεὺς δὲ ἐὸν πρὸς δῶμα» — η Θέτις πήδησε στη θάλασσα κι ο Δίας πήγε) στο δώμα του
νεοελλ.
συρματόσχοινο που ενώνει τις δύο όχθες διώρυγας ή ποταμού και χρησιμεύει ως χειραγωγός πορθμείου
αρχ.
1. αποβάθρα από ενωμένες σχεδίες ή πλοία
2. φράγμα νερού, υδατοφράκτης
3. μτφ. καταπίεση, στενοχώρια («ἀνάγκης ζεύγματα», Ευρ.).