ζεύγμα

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

το (AM ζεῡγμα) ζεύγνυμι
κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος
2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» — φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο του λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος
β) «ζεύγμα ποταμού» — πρόχειρη κινητή γέφυρα από πλωτά μέσα
3. βραχυλογικό σχήμα λόγου, κατά το οποίο δεν επαναλαμβάνεται μια λέξη και συμπληρώνεται νοερά από άλλο γραμματικό της τύπο, από συνώνυμο ή λέξη σχετικής σημασίας (α. «διέταξε προέλαση και να συνεχίσει να βάλλει το πυροβολικό» — διέταξε προέλαση και συνέχιση της βολής ή διέταξε να προελάσουν και να συνεχίσουν τη βολή
β. «Θέτις μὲν εἰς ἅλα ἅλτο Ζεὺς δὲ ἐὸν πρὸς δῶμα» — η Θέτις πήδησε στη θάλασσα κι ο Δίας πήγε) στο δώμα του
νεοελλ.
συρματόσχοινο που ενώνει τις δύο όχθες διώρυγας ή ποταμού και χρησιμεύει ως χειραγωγός πορθμείου
αρχ.
1. αποβάθρα από ενωμένες σχεδίες ή πλοία
2. φράγμα νερού, υδατοφράκτης
3. μτφ. καταπίεση, στενοχώρια («ἀνάγκης ζεύγματα», Ευρ.).