αλλοιώνω

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀλλοιῶ, -όω) ἀλλοῖος
1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω
2. παραλλάζω, παραμορφώνω
3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα
4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός
νεοελλ.
1. νοθεύω, παραχαράσσω
2. αποσυνθέτω, προκαλώ σήψη
αρχ.
1. μεταβάλλομαι προς το χειρότερο, χειροτερεύω
2. αλλοφρονώ, παραφρονώ
3. μεταμφιέζομαι, μεταμορφώνομαι
4. αποξενώνομαι.