ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(Α ἀνήκω) ήκω
1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου
2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι
3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω
αρχ.
1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω
2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω κάτι
3. επανέρχομαι, γυρίζω πίσω ή στην αρχή.