διατύπωση
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
η (AM -ις) διατυπώ
έκφραση διανοήματος
νεοελλ.-μσν.
συνήθως στον πληθ. διατυπώσεις
τυπικές πράξεις που τηρούνται υποχρεωτικά για να ενισχύσουν το κύρος επιδιωκόμενου σκοπού («τελωνειακές διατυπώσεις»)
μσν.-αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωση («ὅταν δὲ ἐκ τῶν σκωλήκων εἰς διατύπωσιν ἔλθωσιν, καλοῡνται μὲν νύμφαι τότε»)
2. σύστημα, μέθοδος («διατύπωσις μηχανικῶν», Ήρών.)
3. όψη, σχήμα μορφή
4. διάθεση περιουσίας με διαθήκη, διαθήκη («τὴν διατύπωσιν πάντων τούτων τῶν ἀγαθῶν ἔγραψε, και μάρτυρας ἀνατέθηκε»)
5. διάταξη, κανονισμός, νομοθετική ρύθμιση («τὰς κανονικὰς διατυπώσεις τῶν κοινοβίων»)
6. σημασία, έννοια («ἕτοιμον ὑποδέξασθαι τῇ καρδίᾳ τὰς ἐκ τῆς θείας διδασκαλίας ἐγγινομένας διατυπώσεις»)
7. σκοπός, σχέδιο
αρχ.
1. ζωντανή περιγραφή
2. καθορισμός, βεβαίωση φόρων.