εισφέρω
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
Greek Monolingual
(AM εἰσφέρω)
1. φέρνω, τοποθετώ μέσα
2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.)
νεοελλ.
βοηθώ, συντελώ
μσν.
1. παρουσιάζω, απεικονίζω
2. ρέπω, κλίνω σε κάτι
αρχ.
1. εισέρχομαι
2. (στην Αθήνα) πληρώνω την «εισφορά»
3. επιφέρω, προξενώ δεινά
4. εισάγω, προτείνω
5. φέρνω μαζί μου, παρασύρω
6. εισάγω για τον εαυτό μου
7. εισηγούμαι κάτι καινούργιο
8. κοινολογώ, λέω
9. ορμώ
10. (για πολιτικές πράξεις) υποβάλλω σε κρίση, προτείνω
11. διορίζω, προτείνω διορισμό
12. μέσ. (για ενέργειες, καταστάσεις κ.λπ.) δείχνω, φανερώνω.