εξορίζω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐξορίζω) ορίζω
1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας, απελαύνω
2. διώχνω μακριά, απομακρύνω
μσν.- νεοελλ.
(για εχθρό) απωθώ, αποκρούω
νεοελλ.
εκτοπίζω κάποιον, του επιβάλλω να απομακρυνθεί από τον τόπο κατοικίας και να παραμείνει υπό επιτήρηση σε άλλη περιοχή της επικράτειας
μσν.
1. στέλνω
2. (για άνεμο) παρασύρω
αρχ.
1. (για βρέφος) εκθέτω, εγκαταλείπω
2. (για ανίατους ασθενείς) απομονώνω
3. πηγαίνω από πόλη σε πόλη
4. μέσ. προέρχομαι.———————— (II)
ἐξορίζω (Α)
βγάζω τον ορό από το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορίζω (< ορός)].