ἐπιτειχίζω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτειχίζω Medium diacritics: ἐπιτειχίζω Low diacritics: επιτειχίζω Capitals: ΕΠΙΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: epiteichízō Transliteration B: epiteichizō Transliteration C: epiteichizo Beta Code: e)piteixi/zw

English (LSJ)

   A build a fort or stronghold on the frontier of the enemy's country to serve as the basis of operations against him, abs., Th.1.142,7.47 ; ἐ. [Δεκέλειαν] τῇ πατρίδι And.1.101, cf. Lys.14.30, Plu.Alc. 23 ; ἐ. [ἐν add.codd.] τῷ Φλιοῦντι τὸ.. Τρικάρανον X.HG7.2.1, cf.5.1.2 ; and in Pass., Δεκελείας. ἐπιτετειχισμένης Aeschin.2.76 : metaph., ἐ. τυράννους ἐν χώρᾳ plant them like such forts in a country, D.10.8, cf. 8.36 ; so τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐ. Luc.Nigr.23 ; ἐ. [τινὰ] τῇ συνωμοσίᾳ.. πολέμιον Plu.Brut.20.

German (Pape)

[Seite 990] eine Mauer, Verschanzung, ein Bollwerk gegen Einen errichten, absolut, Thuc. 1, 142. 7, 47; τινί, gegen Einen, Αἰγινήταις Xen. Hell. 5, 1, 1; τοῖς πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσῃ 7, 2, 20; ἦλθες ἐς Δεκέλειαν καὶ ἐπετείχισας τῇ πατρίδι, u. befestigtest Dekelea, Andoc. 1, 101; Lys. 14, 30; τυραννίδα ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ, er befestigte einen Tyrannen in Euböa als Feind gegen die Athener, Dem. 10, 8; vgl. 8, 36; übertr., τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν, dem Reichthum die Verachtung als Bollwerk entgegenstellen, Luc. Nigr. 23; vgl. Plut. τῇ συνωμοσίᾳ βαρὺν πολέμιον Brut. 20; pass., τὸ φρούριον Ὑρκανίοις ἐπιτετειχίσθαι Xen. Cyr. 5, 3, 11; Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Aesch. 2, 76; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτειχίζω: οἰκοδομῶ φρούριονὀχύρωμα ἐπὶ τῶν συνόρων τῆς πολεμίας χώρας ὅπως χρησιμεύῃ ὡς ἡ βάσις στρατιωτικῶν ἐνεργειῶν κατ’ αὐτῆς, ἀπολ., Θουκ. 1. 142, 7. 47· ἐπ. Δεκέλειαν τῇ πατρίδι Ἀνδοκ. 13. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· ἐπ. τῷ Φλιοῦντι τό… Τρικάρανον Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 1, πρβλ. 5. 1, 2· καὶ ἐν τῷ Παθ., Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Αἰσχίν. 38. 5: ― μεταφ., ἐπ. τυράννους ἐν χώρᾳ, ἐγκαθιδρύειν τυράννους ἐν τῇ χώρᾳ, Δημ. 99. 2, πρβλ. 133. 22· οὕτω, τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐπ. Λουκ. Νιγρ. 23· ἐπ. τινὰ τῇ συνωμοσίᾳ… πολέμιον Πλουτ. Βροῦτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπετείχισα, pf. ἐπιτετείχικα, pf. Pass. ἐπιτετείχισμαι;
élever un mur, un rempart contre : fig. ἐπ. τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν LUC opposer à la richesse le rempart du dédain ; Pass. être fortifié.
Étymologie: ἐπί, τειχίζω.

Greek Monolingual

ἐπιτειχίζω)
1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.)
αρχ.
1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.)
2. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («καὶ τυραννίδ’ ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπετείχισεν ὑμῑν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ», Δημοσθ.)
3. κτίζω πάνω σε κάτι, κτίζω πάνω σε παλαιά θεμέλια.