καλχαίνω

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλχαίνω Medium diacritics: καλχαίνω Low diacritics: καλχαίνω Capitals: ΚΑΛΧΑΙΝΩ
Transliteration A: kalchaínō Transliteration B: kalchainō Transliteration C: kalchaino Beta Code: kalxai/nw

English (LSJ)

(κάλχη) prop.

   A make purple:—Pass., to be purple, Nic. Th.641.    II metaph. (cf. πορφύρω), make dark and troublous like a stormy sea, ponder deeply, κ. ἔπος S.Ant.20; ἀμφὶ τέκνοις E.Heracl. 40: c. inf., long, desire, Lyc.1457; cf. sq.

German (Pape)

[Seite 1315] (κάλχη, eigtl. aussehen wie das stürmische Meer, VLL. ἐκ βάθους ταράσσεται, vgl. πορφύρω, nur übertr.), in bewegter Gemüthsstimmung sein, sorgend nachdenken, nachsinnen über Etwas; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. Ant. 20; ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις, sorgend, Eur. Herc. Fur. 40; Lycophr. 1457 λέκτρων στερηθεὶς ὧν ἐκάλχαινεν τυχεῖν, heftig wünschen. – Bei Nic. Th. 641 ist καλχαίνεται v. l. für πορφύρεται, mit Purpur gefärbt.

Greek (Liddell-Scott)

καλχαίνω: (κάλχη) κυρίως, κάμνω τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι πορφυροῦς, Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πορφύρω (πρβλ. Κάλχας), κάμνω τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, σκέπτομαιἐξετάζω τι κατὰ βάθος, Λατ. volutare, καλ. ἔπος Σοφ. Ἀντ. 20· ἀμφί τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.

French (Bailly abrégé)

avoir la couleur foncée de la pourpre ; abs. avoir une teinte sombre ; fig. être sombre, être plongé dans des réflexions ; τι, méditer profondément qch.
Étymologie: κάλχη.

Greek Monolingual

καλχαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα
2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα
3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος», Σοφ.)
4. μτφ. επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλχη + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω). Η σημ. «ταράζομαι, ανησυχώ» του ρ. καλχαίνω απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. πορφύρω «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. πορφύρα, που, με τη σειρά του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. κάλχη «πορφύρα»].