κάρβουνο
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Greek Monolingual
το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον)
1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο
2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ.
νεοελλ.
1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας
2. (στη ζωγραφική) ειδικός άνθρακας σε σχήμα κονδυλιού που χρησιμοποιείται για σχεδιαγράφηση
3. μτφ. (για πρόσ.) επιζήμιος, επικίνδυνος («μην τον πλησιάζεις, γιατί είναι κάρβουνο»)
4. μτφ. έγνοια, βάσανο («καίγεσαι καθημερνό... και κάρβουνα σέ καίσι», Τζάν.)
5. φρ. α) «κάθομαι στα κάρβουνα» — είμαι υπερβολικά ανήσυχος, αδημονώ, ανησυχώ
β) «κάνει κάρβουνο»
(για ατμόπλοιο) ανθρακεύει, προμηθεύεται κάρβουνο για την κίνησή του
γ) «μέ καίνε κάρβουνα» — βασανίζομαι ψυχικά, υποφέρω, έχω βάσανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. κάρβων < λατ. carbo, -onis].