κνῆκος
English (LSJ)
ἡ, Thphr.HP6.4.5, PCair.Zen.223.4 (iii B.C.), PRev.Laws (v. infr.), but ὁ Thphr.HP1.13.3, CP5.18.4, Dsc. (v. infr.), Gal.6.354, al.:—also κνήκη, ἡ, Sch.Theoc.3.5, 7.16 codd.:—
A safflower, Carthamus tinctorius, Hp.Acut.64, Vict.2.54, Diocl.Fr.140, Anaxandr. 41.56, Arist.HA550b27, Thphr.HP6.1.3, PRev.Laws 39.5, al. (iii B.C.), Dsc.4.188, Asclep. ap. Gal.Nat.Fac.1.13. II κ. ἀγρία (ἄγριος Dsc.3.93), of two kinds, Carthamus leucocaulos and blessed thistle, Cnicus benedictus, Thphr.HP6.4.5; πώγωνι θάλλων ὡς τράγος κνήκῳ χλιδᾷς you are as wanton as a goat surfeited with thistles, S.Ichn.358 (nisi leg. κνηκῷ 'you swagger with your yellow (cf. sq.) beard': κνικωι Pap.). (Freq. written κνίκος or κνῖκος in codd., as Arist.l.c., Thphr.CP6.9.3, Gal. ll. cc., 11.612, etc., but always κνηκ- in Papyri, exc. S.Ichn. l.c.; prob. named from its colour, cf. sq.)
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, Safflor, eine distelartige Pflanze, deren Blume als Lab gebraucht wurde, um die Milch zum Gerinnen zu bringen; Arist. H. A. 5, 19; Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆκος: ἡ, Λατ. cnecus ἢ cnicus, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ σκολύμου ἢ ἀκάνθου, carthamus tinctorius, οὗ τὰ φύλλα ἐχρησίμευον ὡς πυτία πρὸς πῆξιν γάλακτος εἰς κατασκευὴν τυροῦ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀναξανδρ. «Πρωτ.» 1. 55, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
safran, plante.
Étymologie: DELG myc. kanako « safran » ; cf. all. Honig « miel ».
Greek Monolingual
κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)
1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος του οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας
2. το φυτό κνίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kenәko- «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο επίθ. κνηκός. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. kāncana- «χρυσός» και το γερμ. honig «μέλι», λ. που σχετίζονται επίσης με το χρυσοκόκκινο χρώμα. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. kanako. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. κνίκος με υποκορ. κνίκιον, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κνίζω.
ΠΑΡ. αρχ. κνηκίας, κνήκινος, κνήκιον, κνηκίτης, κνηκόπυρος, κνηκός
αρχ.-μσν.
κνηκίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνηκάνθιον, κνηκέλαιον, κνηκοειδής, κνηκοσυμμιγής, κνηκοφόρος].