λασπώνω
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
Greek Monolingual
(Μ λασπώνω) λάσπη
1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου»)
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω
νεοελλ.
1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση
2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)
3. γίνομαι πολτώδης σαν τη λάσπη («πάλι λάσπωσε το ρύζι»)
4. φρ. α) «λάσπωσε η δουλειά» — η υπόθεση ήλθε σε αδιέξοδο ή περιεπλάκη
β) «τά λάσπωσε» — έφερε την υπόθεση σε αδιέξοδο, τά 'κανε θάλασσα.