μικροσκοπικός
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικροσκόπιο ή αυτός που γίνεται με μικροσκόπιο («μικροσκοπική εξέταση»)
2. αυτός που είναι τόσο μικρός ώστε να είναι ορατός μόνο με το μικροσκόπιο («μικροσκοπικά ζωύφια»
3. πολύ μικρός («μικροσκοπικό ρολόι»)
4. φρ. «αρχή μικροσκοπικής αντιστρεπτότητας» — αρχή σύμφωνα με την οποία στην κατάσταση της ισορροπίας, παρ' όλο που σε μακροσκοπική, δηλ. μετρήσιμη, κλίμακα το σύστημα φαίνεται χρονικά αμετάλβητο, σε μικροσκοπική, δηλ. ατομική ή μοριακή, κλίμακα το σύστημα βρίσκεται σε συνεχή δραστηριότητα
5. το αρσ. ως ουσ. ο μικροσκοπικός
βιολ. όρος που αναφέρεται σε έναν οργανισμό ή σε ένα όργανο που δεν είναι ορατά χωρίς τη χρήση μικροσκοπίου.
επίρρ...
μικροσκοπικώς
με μικροσκοπική εξέταση («εξέτασαν το αίμα του μικροσκοπικώς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microscopique. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν της Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].