μονοχίτων

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοχίτων Medium diacritics: μονοχίτων Low diacritics: μονοχίτων Capitals: ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: monochítōn Transliteration B: monochitōn Transliteration C: monochiton Beta Code: monoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A wearing only the tunic, Pythaen.6, Arist.Ath.25.3, Plb.14.11.2, D.S.17.35, Plu.Sull.25, Luc.Sat.11.    II with a single coat, of veins, Anon. Lond.28.29, Gal.2.816.

German (Pape)

[Seite 206] ωνος, im bloßen Unterkleide; εἰκόνες, Pol. 14, 11, 2; Plut. Sull. 25; ἀναμπέχονος καὶ μονοχίτων, als peloponnesische Tracht der Jungfrauen, Ath. XIII, 589 e; Luc. Cronos. 11.

Greek (Liddell-Scott)

μονοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα, Πολύβ. 14. 11, 2, Ἀθήν. 589F, Λουκ. Κρονοσόλ. 11· πρβλ. μονόπεπλος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu seulement d’une tunique.
Étymologie: μόνος, χιτών.

Greek Monolingual

μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ)
αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ' ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.)
(μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» — ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα
αρχ.
(για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο κάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χιτών (πρβλ. ξανθο-χίτων, χρυσο-χίτων)].