ονοματοθεσία
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
Greek Monolingual
η (Μ ὀνοματοθεσία) ονοματοθέτης
καθορισμός ονόματος, ονομασία
νεοελλ.
1. βάπτισμα, απονομή ονόματος
2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσα («ονοματοθεσία φυτών»)
3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν στον ναό κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού και που σήμερα τελείται την πρώτη ημέρα στο σπίτι που βρίσκεται το παιδί μετά την ευχή της γέννησης ή και στο ναό κατά την ακολουθία του σαραντισμού ή, το συνηθέστερο, πριν από την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης και μετά την ακολουθία της κατήχησης, αλλ. ονοματοδοσία
4. (λαογρ.) η ονοματοδοσία.