περιπέτομαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπέτομαι Medium diacritics: περιπέτομαι Low diacritics: περιπέτομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: peripétomai Transliteration B: peripetomai Transliteration C: peripetomai Beta Code: peripe/tomai

English (LSJ)

   A fly around, Ar.Av.165 : c. acc., ib.1721 ; περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3 ; π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1 ; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA609a14 ; cf. περιίπταμαι.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πέτομαι), herumfliegen, v. l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι κύκλῳ, πετῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 165. 1721· μετ’ αἰτ. πράγμ., π. τὰ πελάγη Λουκ. Ἁλκ. 1· τὴν ἑκάστου γνώμην π. ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ― ὁ τύπος περιπέταμαι ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· καὶ περιίπταμαι, αὐτόθι 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

voler autour de, acc..
Étymologie: περί, πέτομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ, περιπέταμαι Μ
πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί
αρχ.
μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πέτομαι «πετώ»].