σαπρόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

German (Pape)

[Seite 862] häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρόφῐλος: -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαπρόφιλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα
ζωολ. οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση
μσν.-αρχ.
αυτός που του αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος, χρηστό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. saprophile].