σεντίνα
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
Greek Monolingual
η, Ν
1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος του σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση του σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το μηχανοστάσιο, αλλ. υδροσυλλέκτης και άντλος
β) συνεκδ. τα ίδια τα ακάθαρτα νερά που συγκεντρώνονται στο μέρος αυτό του πλοίου
2. μτφ. α) άνθρωπος της κατώτερης υποστάθμης
β) όχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sentina].