Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσαλακώνω

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

Ν
1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνωαφού τσαλάκωσε το χαρτί, το πέταξε»)
2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. ψαλακώνω (πρβλ. τα ρηματ. επίθ. ψαλακτός, ἀψάλακτος) με τροπή του -ψ- σε -τσ- (βλ. και λ. τσευδός [< ψευδός]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει προέλθει από δια-λακκώ (< διά + λακκῶ «σκάβω λάκκο»)].