κατασφάζω
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
later κατασυν-σφάττω Luc.Sacr.12 (Pass. -
A σφάττεσθαι Jul. Or.5.174a): fut. -ξω LXX Ez.16.40:—slaughter, murder, Hdt.6.23, 8.127, LXX l.c., al., Ev.Luc.19.27, D.C.40.48: freq. in aor. Pass. κατεσφάγην [ᾰ] A.Eu.102, S.OT730, X. An.4.1.17, etc.
Greek (Liddell-Scott)
κατασφάζω: βραδύτερον -σφάττω: μέλλ. -ξω· -σφάζων, ῥίπτω κάτω, τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 23· ἐπεὶ δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· συχν. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα, ao.2 Pass. κατεσφάγην;
égorger.
Étymologie: κατά, σφάζω.
English (Thayer)
(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to kill off (cf. κατά III:1), to slaughter": Sept.; Herodotus, Tragg., Xenophon, Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).)
Greek Monolingual
(AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω)
σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ.
Greek Monotonic
κατασφάζω: έπειτα -σφάττω· μέλ. -ξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.