λινουργός

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνουργός Medium diacritics: λινουργός Low diacritics: λινουργός Capitals: ΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: linourgós Transliteration B: linourgos Transliteration C: linourgos Beta Code: linourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working flax, spinning or weaving, γυνή Alex.35.    II as Subst. λ., ὁ, linen-weaver, PMagd. 36.2 (iii B.C.), Str.3.4.9, PRyl.397.2 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).137; συντεχνία λ. IGRom.3.896 (Anazarba).    2 a kind of goose, Dionys.Av.3.23.    3 a kind of stone, Ps.-Plu.Fluv.22.3.    4 λινουργοί, οἱ, name given to the proletariate, D.Chr.34.21.

German (Pape)

[Seite 50] Flachs bearbeitend, Leinwand webend; γυνή, Alexis bei Poll. 7, 72; Strab. III, 160.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸ λινάρι, κλώθων ἢ ὑφαίνων ἐξ αὐτοῦ, γυνὴ Ἄλεξ. ἐν «Βωμῷ» 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λινουργός, ὁ, ὑφάντης, Στράβ. 162. 2) εἶδος χηνός, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 23. 3) εἶδος λίθου, Πλούτ. 2. 1162.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 cordier ou tisserand;
2 sorte de pierre;
3 οἱ λινουργοί sorte d’oie.
Étymologie: λίνον, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α λινουργός, -όν)
αυτός που κατεργάζεται το λίνο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. λινουργός
α) υφάντης λινών
β) είδος χήνας
γ) είδος λίθου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ λινουργοί
ονομασία που διδόταν στους εργαζομένους, στους ακτήμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

λῐνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που υφαίνει το λινάρι, σε Στράβ.