σημαιοφόρος

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημαιοφόρος Medium diacritics: σημαιοφόρος Low diacritics: σημαιοφόρος Capitals: ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sēmaiophóros Transliteration B: sēmaiophoros Transliteration C: simaioforos Beta Code: shmaiofo/ros

English (LSJ)

   A v. σημειοφόρος.

German (Pape)

[Seite 874] die Fahne tragend, Fahnenträger, signifer; Pol. 6, 24, 6; Plut. Galb. 22.

Greek (Liddell-Scott)

σημαιοφόρος: -ον, Λατ. signifer, ὁ φέρων, κρατῶν τὴν σημαίαν, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ. 6. 24, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porte-enseigne (cf. lat. signifer).
Étymologie: σημαία, φέρω.

Greek Monolingual

ο, η / σημαιοφόρος -ον, ΝΜΑ, και σιμαιοφόρος Μ, και σημαιαφόρος και σημειοφόρος και σημεαφόρος και σημηαφόρος και σημιαφόρος και σιμιαφόρος και σημιαφώρος Α
αυτός που κρατάει τη σημαία σε μια εκδήλωση
νεοελλ.
1. ναυτ. ο πρώτος βαθμός αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό, που αντιστοιχεί με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού
2. πρωταγωνιστής ή πρωτεργάτης σε πολιτική, κοινωνική ή άλλη κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία / σημεία / σημέα + -φόρος].

Greek Monotonic

σημαιοφόρος: -ον (σημαία, φέρω), Λατ. signifer, αυτός που κρατάει λάβαρο, σε Πολύβ.