ἐκπέρθω

From LSJ
Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέρθω Medium diacritics: ἐκπέρθω Low diacritics: εκπέρθω Capitals: ΕΚΠΕΡΘΩ
Transliteration A: ekpérthō Transliteration B: ekperthō Transliteration C: ekpertho Beta Code: e)kpe/rqw

English (LSJ)

fut. -πέρσω,

   A destroy utterly, sack, of cities, Il.1.19, al. (never in Od.), A.Th.427, etc.; also τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐ. βίᾳ Id.Pr. 359: metaph., μὴ ἡμῖν..τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt.340a.    II take as booty from, τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν Il.1.125.

German (Pape)

[Seite 772] (s. πέρθω), von Grund aus zerstören; πόλιν ἐκπέρσαι Il. 1, 19 u. öfter, wie Aesch. Spt. 409; τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ Prom. 357; πᾶσαν Ἑλλάδα Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέρθω: μέλλ. -πέρσω, καταστρέφω ἐντελῶς, ἐκπορθῶ, δῃῶ, λεηλατῶ, ἁρπάζω, ἐπὶ πόλεων, κτλ. ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Ἰλ. Α. 19. κτλ.· (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 427, κτλ.· ὡσαύτως, τὴν Διὸς τυραννίδ’ ἐκπ. βίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 357: μεταφ., μὴ ἡμῖν... τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Πλάτ. Πρωτ. 340Α. - Πρβλ. ἐκπορθέω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκπέρσω;
détruire de fond en comble.
Étymologie: ἐκ, πέρθω.

English (Autenrieth)

fut. ἐκπέρσω, aor. 1 subj. ἐκπέρσωσι, aor. 2 ἐξεπράθομεν: utterly destroy, pillage from; πολίων, Il. 1.125.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. rad. tem. 1a plu. ἐξεπράθομεν Il.1.125]
1 saquear, c. ac. de cosa y gen. de lugar llevarse como botín τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται lo que hemos saqueado de las ciudades está repartido, Il.l.c.
c. ac. de ciu. y edificios saquear, destruir ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν Il.1.19, ἐκ δὲ πόλιν πέρσεν Κιλίκων Il.6.415, cf. A.Th.427, 467, E.Tr.806, Φοίβου ναόν E.Andr.1095, τὴν Εὐρυσθέως οἰκίαν Philostr.Im.2.23.
2 fig., de pers. y abstr. aniquilar, suprimir τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ A.Pr.357, σὲ παρακαλῶ, μὴ ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας τὸν Σιμωνίδην ἐκπέρσῃ Pl.Prt.340a.

Greek Monolingual

ἐκπέρθω (Α)
1. εκπορθώ
2. καταργώ
3. παίρνω ως λάφυρο.

Greek Monotonic

ἐκπέρθω: μέλ. -πέρσω, καταστρέφω ολοκληρωτικά, συντρίβω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.