καθιδρύω Search Google

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιδρύω Medium diacritics: καθιδρύω Low diacritics: καθιδρύω Capitals: ΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: kathidrýō Transliteration B: kathidryō Transliteration C: kathidryo Beta Code: kaqidru/w

English (LSJ)

causal of καθέζομαι,

   A make to sit down, Ὀδυσῆα καθίδρυε Od.20.257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον will carry thee to the land of the Blest that thou mayst live there, E.Ba.1339:—Pass., sit down, settle, Ar. Av.45; ἐν πόλει, ἐν τῷ ὄρει, Pl.Sph.224d, Th.4.46; κ. ἐς Ἀργώ take one's seat in... Theoc.13.28; to be quartered, of troops, PLond.3.1313.11 (vi A.D.).    2 establish, place, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον (sc. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist.PA665b20; ἐφ' ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν to limit it, D.H.Th.6:—Pass., κ. ἐς τὴν ἑωυτῶν Χώρην to be restored, replaced, Hp.Fract.31, cf. Prorrh.2.19; ἐν αἷς [ἱστορίαις] καθιδρῦσθαι τὴν ἀλήθειαν ὑπολαμβάνομεν D.H.1.1.    3 consecrate, dedicate, aor. 1 Med. καθιδρῡσάμην E.IT1481; -ῠσάμην IG14.882 (Capua): pf. Pass. in act. sense, E.Cyc.318:—Pass., Ποσειδῶνος τοῦ κατιδρυθέντος ὑπὸ . . SIG1020.5 (Halic., i B.C.); τεμένη -ύετο τῷ θεῷ Luc.Cal.17.    4 found, γυμνάσιον LXX 2 Ma. 4.12.

German (Pape)

[Seite 1285] (s. ἱδρύω), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καθίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, ὅπου καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar. Av. 45; αὐτοῦ καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καθιδρύεται 1, 12; καθιδρυνθέντες ἐς Ἀργώ Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καθιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).

Greek (Liddell-Scott)

καθιδρύω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ καθέζομαι, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα ὅποι καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς Ἀργώ, καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· περιορίζω, ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., ὅστις μεταχειρίζεται μέσον ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) ἱδρύω, κτίζω, ἀνεγείρω, γυμνάσιον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).

French (Bailly abrégé)

1 faire asseoir : τινα qqn;
2 fig. asseoir, établir, fixer;
Moy. καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..
Étymologie: κατά, ἱδρύω.

English (Autenrieth)

bid to sit down, Od. 20.257†.

Spanish

estar establecido, estar asentado

Greek Monolingual

(AM καθιδρύω)
θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ' αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ)
νεοελλ.
καθιερώνω, θεσπίζω
μσν.-αρχ.
παθ. καθιδρύομαι
κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ' Ὀδυσῆα καθίδρυε», Ομ. Οδ.)
2. εγκαθιστώ («μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον», Ευρ.)
3. τοποθετώ, βάζω («ἐν τοῑς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον [ενν. την καρδιά] καθίδρυκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)
4. εντοπίζω, περιορίζω («ἐφ' ἑνὸς τόπου καθιδρύω τὴν ἱστορίαν», Διον. Αλ.)
5. καθιερώνω, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱδρύω.

Greek Monotonic

καθιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], Ενεργ. του καθέζομαι·
1. βάζω κάποιον να καθίσει, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., κατοικώ, εγκαθίσταμαι, σε Αριστοφ.· κ. ἐς Ἀργώ, διαδέχομαι κάποιον στην εξουσία του Άργους, σε Θεόκρ.
2. καθιερώνω, αφιερώνω· ομοίως και σε Μέσ. αόρ. αʹ -ιδρυσάμην και Παθ. παρακ. -ίδρῡμαι, σε Ευρ.