λουτρών
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bathing-room, bath-house, X. Ath.2.10, Lyc. 1103, PSI5.547.24 (iii B. C.), Ptol.Euerg.3 J. (pl.), Plu.2.734b, Procop. Aed.5.3; of a baptismal font, Id.Arc.17.
Greek (Liddell-Scott)
λουτρών: -ῶνος, ὁ, (λουτρόν) ἴδιον δωμάτιον πρὸς λοῦσιν ἢ οἰκοδόμημα ἐν ᾧ ὑπῆρχον λουτῆρες πρὸς λοῦσιν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Ξεν. Ἀθην. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
salle de bain.
Étymologie: λούω.
Greek Monotonic
λουτρών: -ῶνος, ὁ (λουτρόν), χώρος, δωμάτιο για μπάνιο, οικοδόμημα στο οποίο υπήρχαν λουτήρες για μπάνιο, σε Αισχύλ., Ξεν.