ξυλοκόπος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοκόπος Medium diacritics: ξυλοκόπος Low diacritics: ξυλοκόπος Capitals: ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: xylokópos Transliteration B: xylokopos Transliteration C: ksylokopos Beta Code: culoko/pos

English (LSJ)

ον, (κόπτω)

   A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος).    b Subst. -κόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11.    2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.

German (Pape)

[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst.ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο-κόπος.

Greek Monotonic

ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.