πινώδης
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ες, (πίνος)
A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.
German (Pape)
[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.