ψελλισμός

From LSJ
Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλισμός Medium diacritics: ψελλισμός Low diacritics: ψελλισμός Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: psellismós Transliteration B: psellismos Transliteration C: psellismos Beta Code: yellismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A stammering, ψελλισμοὶ γλώσσης Plu.2.650e.    II metaph., indistinctness, ib.1066d, ποδάγρας ψ. unpronounced (i. e. suppressed) gout, Plu.Sull.26.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, das Stammeln, Stottern, Plut. adv. Stoic. 16 Syll. 26 Symp. 3, 3, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλισμός: ὁ, τὸ ψελλίζειν, λαλεῖν ὡς παιδίον, ψελλισμοὶ γλώσσης Πλούτ. 2. 650Ε, πρβλ. 1066D· τρόπος προσποιητὸς τοῦ λέγειν, Ernesti Λεξικ. Ρητ. ΙΙ. μεταφορ., ποδάγρας ψελλισμὸς, ἀρχὴ, προμήνυμα ποδάγρας, Πλούτ. Σύλλ. 26.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 défaut de prononciation qui empêche d’articuler nettement certains sons;
2 p. anal. caractère indécis d’un mal à son début.
Étymologie: ψελλίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψελλίζω
δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα
αρχ.
1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας
2. προσποιητός τρόπος ομιλίας
3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ψελλισμός: ὁ, μη ευκρινής προφορά του λόγου· μεταφ., ποδάγρας ψελλισμός, αρχή, προμήνυμα ποδάγρας, σε Πλούτ.