πολύφλοισβος

From LSJ
Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφλοισβος Medium diacritics: πολύφλοισβος Low diacritics: πολύφλοισβος Capitals: ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: polýphloisbos Transliteration B: polyphloisbos Transliteration C: polyfloisvos Beta Code: polu/floisbos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, θάλασσα Il.1.34, Hes. Op.648, Archil.9.3, Diph.126.4, etc.; σπουδή confused dissertation, Olymp.Alch.p.92 B.

German (Pape)

[Seite 676] viel od. laut rauschend; Beiname des Meeres, Il. 1, 34. 6, 347 u. öfter, wie Hes.; Archil. 48 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφλοισβος: -ον, πολύηχος, πολυτάραχος, πολυκίνητος, πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: πολύς, φλοῖσβος.

English (Autenrieth)

(φλοῖσβος): loudroaring, always πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ
(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.
β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο
2. υπερπλήρης, ξέχειλος
3. μτφ. άφθονος
4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.
επίρρ...
πολυφλοίσβως
κατά τρόπο πολύφλοισβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].

Greek Monotonic

πολύφλοισβος: -ον, αυτός που παφλάζει με δύναμη, ηχεί δυνατά, θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφλοισβος: многошумный, ревущий, бушующий (θάλασσα Hom., Hes., Plut.).