σῖγα

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῖγα Medium diacritics: σῖγα Low diacritics: σίγα Capitals: ΣΙΓΑ
Transliteration A: sîga Transliteration B: siga Transliteration C: siga Beta Code: si=ga

English (LSJ)

Adv., (σιγή)

   A silently, used in Trag. (and late Ep., A.R.1.267), σῖγ' ἔχοντες S.Ph.258; σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε Id.El.1236; ἀλλὰ σ. πρόσμενε ib.1399; ἄκουε σ. Id.Fr.815; κάθησο σ. Ar.Ach.59: also as an exclam., σῖγα hush! be still! A.Ag.1344; so οὐ σ.; Id.Th.250; οὐ σῖγ' ἀνέξει; S.Aj.75; the public crier proclaiming silence said σ. πᾶς (sc. ἔστω), Ar.Ach.238, cf. E.Hec.532; σ. κηρῦξαι στρατῷ Id.Ph. 1224.    2 under one's breath, in a whisper, quietly, secretly (cf. σιγή 11), τὰ δὲ σ. τις βαΰζει A.Ag.449; σῖγ' ἐπέρχεται φάτις S.Ant.700; σ. σήμαινε Id.Ph.22; σ. μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Orph.A.702; πῶς αἱ πατρῷαί σ' ἄλοκες φέρειν . . σῖγ' ἐδυνάθησαν; S.OT1212.

German (Pape)

[Seite 877] adv., stillschweigend, still; οὐ σῖγα; μηδὲν τῶνδ' ἐρεῖς κατὰ πτόλιν; Aesch. Spt. 250; Ag. 1317 Ch. 94; ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε, Soph. El. 1391; οὐ σῖγ' ἀνέξει; Ai. 75; σῖγ' ἔχειν, sich ruhig verhalten, Phil. 258 u. öfter, wie Eur. u. Ar. Ach. 226.

Greek (Liddell-Scott)

σῖγα: Ἐπίρρ. (σιγὴ) σιωπηλῶς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς, σῖγ’ ἔχοντες Σοφ. Φιλ. 258· σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1236· ἀλλὰ σῖγα πρόσμενε αὐτόθι 1399· σῖγ’ ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 819· κάθησο σῖγα Ἀριστοφ. Ἀχ. 59· ὡσαύτως ὡς ἐπιφώνημα, σῖγα, σιωπή! «σούτ!» Αἰσχύλ. Ἀγ. 1344· οὕτως, οὐ σῖγα; ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 250· οὐ σῖγ’ ἀνέξει; Σοφ. Αἴ. 75· ― ὁ δημόσιος κῆρυξ κραυγάζων ἔλεγε: σῖγα πᾶς (ἐξυπακ. ἔστω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 238, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 532· σῖγα κηρύσσειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1224. 2) ἐν πολλῇ ἡσυχίᾳ ὡς ἐν ψιθυρισμῷ, χαμηλῇ τῇ φωνῇ, ἡσύχως, μυστικῶς (πρβλ. σιγὴ ΙΙ), τάδε σῖγά τις βαΰζει Αἰσχύλ. Ἀγ. 449· σῖγ’ ἐπέρχεται φάτις Σοφ. Ἀντ. 700· σῖγα σήμαινε ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 22· σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο Ὀρφ. Ἀργ. 700· πῶς αἱ πατρῷαί σ’ ἄλοκες φέρειν ... σῖγ’ ἐδυνάθησαν; Σοφ. Ο. Τ. 1212.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en silence : σῖγα ESCHL silence ! ; σῖγα ἔχω se taire;
2 silencieusement, doucement, sans bruit.
Étymologie: σιγή.

Greek Monotonic

σῖγᾰ: επίρρ. (σιγή),
1. σιωπηλά, ήσυχα· σῖγα ἔχειν, είμαι σιωπηλός, σε Σοφ.· κάθησο σῖγα, σε Αριστοφ.· μόνο του, σῖγα, σιωπή! κάτσε φρόνιμος! «σουτ»! σε Αισχύλ. ο δημόσιος κήρυκας αναγγέλλοντας σιωπητήριο έλεγε σῖγα πᾶς (ενν. ἔστω), σε Αριστοφ.
2. μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, κρυφά, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῖγα: adv.
1) молча: σῖγα! Aesch. молчи(те)!, тише!; οὐ σ.; Aesch. да замолчишь ли ты?; σῖγ᾽ (ἔχουσα) πρόσμενε Soph. храни молчание; σ. κηρύσσειν Eur. через глашатая давать знак к молчанию;
2) тайком, втайне, неслышно (σῖγ᾽ ἐπέρχεται φάτις Soph.): γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες Soph. они втайне смеются.