σκόρδον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τό,
A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—Dim. σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; σκορδ-σνίαν καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib. ap. Aët.11.10 (s.v.l.). II ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26.
German (Pape)
[Seite 904] τό, verkürzt statt σκόροδον, D. L. 6, 85.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρδον: τό, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ σκόροδον, «σκόρδον», συχν. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
σκόρδον: τό Diog. L. = σκόροδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκόρδον -ου, τό zie σκόροδον.