ἔμπυος

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπυος Medium diacritics: ἔμπυος Low diacritics: έμπυος Capitals: ΕΜΠΥΟΣ
Transliteration A: émpyos Transliteration B: empyos Transliteration C: empyos Beta Code: e)/mpuos

English (LSJ)

ον, (πύον)

   A suffering from an abscess or suppurating wound, Id.Prog.18, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, Men.1009, IG4.952.57 (Epid.); τῷ ἐ. βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iamb.Protr.2; ἵπποι Arist.HA604b6.    II festering, suppurating, βάσις S.Ph.1378; στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm. ap. Gal.14.35; ἔ. μοτός tents, Gal.19.97.

German (Pape)

[Seite 818] ein inneres Geschwür habend, Hippocr., Dem. 54, 12 u. A.; – βάσις, der mit Geschwüren bedeckte Fuß, Soph. Phil. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπυος: -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, ἐμπυϊκός, Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. μοτός, ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui suppure.
Étymologie: ἐν, πῦον.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
I 1que sufre un absceso, que tiene empiema ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.Art.49, cf. Coac.396, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.HA 604b6, cf. Men.Fr.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους IG 42.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ ἄνθρωπος Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.Sull.36
frec. subst. ὁ ἔ. el que padece un empiema τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.Prog.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.Protr.2, cf. Plu.2.43a.
2 purulento, que supura ἔ. βάσις pie purulento S.Ph.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.Pers.2.22.38, ἔ. μοτός drenaje Hp. en Gal.19.97.
II subst. τὸ ἔ. supuración, absceso, empiema ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso Hp.Prog.7, εἴκελος ἐμπύῳ ἦν Hp.Epid.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Gp.17.22, cf. Arist.Pr.863a8, Orib.4.8.3.

Greek Monolingual

-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)
1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος
(«έμπυον τραύμα»)
2. αυτός που προκαλεί πύον
3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο
το πύον.

Greek Monotonic

ἔμπυος: -ον (ἐν, πύον), πυώδης, ελκώδης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπῡος: покрытый или страдающий нарывами, гноящийся, в язвах Soph., Arst., Dem., Plut.