ἱμαντόπους

From LSJ
Revision as of 14:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντόπους Medium diacritics: ἱμαντόπους Low diacritics: ιμαντόπους Capitals: ΙΜΑΝΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: himantópous Transliteration B: himantopous Transliteration C: imantopous Beta Code: i(manto/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, (

   A ἱμάς 111) spindle-shanked; esp.,    1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767.    2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.

German (Pape)

[Seite 1252] οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντόπους: ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) ὄνομα ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) εἶδος ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ) [ῐ],
aux longues jambes ou aux jambes flexibles (cf. lat. loripes) :
   1. οἱ ἱμαντόποδες, les hommes aux longues jambes ou aux jambes flexibles, n. d’une tribu éthiopienne, TZETZ. Hist. 7.767, PLIN. HN 3.8;
   2. échasse, oiseau à longues pattes, OPP. Ix. 2.9.
Étymologie: ἱμάς, πούς.

Greek Monolingual

ο (Α ἱμαντόπους, -όποδος)
1. υδρόβιο χαραδριόμορφο πτηνό, καλαμοκανάς, αδραχτάς
2. (κυρίως ως ονομασία κάποιου αιθιοπικού φύλου) αυτός που έχει στραβά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πους].

Russian (Dvoretsky)

ἱμαντόπους: ποδος adj. (лат. loripes) ремненогий, т. е. с тонкими и длинными ногами Plin.