ἀεροειδής

From LSJ
Revision as of 15:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεροειδής Medium diacritics: ἀεροειδής Low diacritics: αεροειδής Capitals: ΑΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeroeidḗs Transliteration B: aeroeidēs Transliteration C: aeroeidis Beta Code: a)eroeidh/s

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. ἠεροειδής, ές,

   A like the sky or air, Pl.Ti.78c, Arist.GC 330b24, etc.:—cloudy in colour, Id.Col.794a4, cf. 797a7, BGU1207.6 (i B. C.).—For the Homeric usage of the word v. ἠεροειδής.

German (Pape)

[Seite 42] ές, luftartig, ἐγκύρτια Plat. Tim. 78 c; καπνός Arist. col. 3; τὰ ὄρη πόῤῥωθεν ἀεροειδῆ, wiein Dunst gehüllt, D. L. 9, 85; s. ἠεροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροειδής: -ές, [ᾱ], Ἐπ. καὶ Ἰων. ἠεροειδής, ές. Ὅμοιος τῷ στερεώματι ἢ τῷ ἀέρι, Πλάτ. Τίμ. 78C, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 3, 5: -ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἀέρος, τοῦ στερεώματος, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 3, 8· πρβλ. ἀερώδης. - Περὶ τῆς Ὁμηρ. χρήσεως τῆς λέξεως ἴδε ἠεροειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épq. et ion. ἠεροειδής;
1 qui a la couleur de l’air, càd d’un bleu sombre, en particulier de la mer ; sombre, obscur (antre, caverne, etc.);
2 qui se perd dans les airs, indistinct, confus.
Étymologie: ἀήρ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ép., jón. ἠεροειδής

• Prosodia: [ᾱ-]
I 1neblinoso, turbio, de color grisáceo πόντος Il.23.744, Od.2.263, Hes.Th.252, σπέος Od.12.80, πέτρη Od.12.233, ἄντρον Od.13.103, νεφέλη Hes.Th.757, αὐγαί Arist.Col.792b8, cf. 794a4, τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ καὶ λεῖα, ἐγγύθεν δὲ τραχέα D.L.9.85, dud. χιτώνια BGU 1207.6 (I a.C.)
de cierta piedra preciosa, subst. aëroides cierto berilo Plin.HN 37.77.
2 neutr. como adv. en la lejanía, entre la neblina ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770, Hes.Th.757, πνοιαί Orph.H.38.22.
II aéreo, como el aire, de la naturaleza del aire τὸ κύτος Pl.Ti.78c, cf. Procl.in Ti.3.187.29, Arist.GC 330b24, ἀκοή op. φωτοειδὴς ὄψις S.E.M.7.93, 119, ὕδωρ Arr.Ind.6.3
subst. τὸ ὀρεκτικὸν καὶ ἀεροειδέστερον Ptol.Iudic.21.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀεροειδής: эп.-ион. ἠεροειδής 2
1) воздухообразный, воздушный (κύτος Plat.; καπνός Arst.; σῶμα Plut.);
2) окутанный дымкой, туманный (πόντος, πέτρη Hom.; νεφέλη Hes.): ἠεροειδές Hom. синеватая даль; τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ Diog. L. синеющие вдали горы.