ἐπισμυγερός

From LSJ
Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισμῠγερός Medium diacritics: ἐπισμυγερός Low diacritics: επισμυγερός Capitals: ΕΠΙΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: epismygerós Transliteration B: epismygeros Transliteration C: epismygeros Beta Code: e)pismugero/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. -ρῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.

German (Pape)

[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.

Greek Monolingual

ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].

Greek Monotonic

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισμῠγερός: горестный, мучительный, страшный (Ἀχλύς Hes.).