μετωποσώφρων

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωποσώφρων Medium diacritics: μετωποσώφρων Low diacritics: μετωποσώφρων Capitals: ΜΕΤΩΠΟΣΩΦΡΩΝ
Transliteration A: metōposṓphrōn Transliteration B: metōposōphrōn Transliteration C: metoposofron Beta Code: metwposw/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).

German (Pape)

[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.

Greek (Liddell-Scott)

μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.

Greek Monolingual

μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο-σώφρων)].

Russian (Dvoretsky)

μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v. l. σεσωφρονισμένος).