περισταδόν

From LSJ
Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστᾰδόν Medium diacritics: περισταδόν Low diacritics: περισταδόν Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: peristadón Transliteration B: peristadon Transliteration C: peristadon Beta Code: peristado/n

English (LSJ)

Adv.

   A standing round about, Il.13.551, Hdt.7.225, E. Andr.1136, Theoc.2.68, Call.Hec.1.1.14, etc.    2 from all sides, ἐβάλλοντο π. Th.7.81.

German (Pape)

[Seite 593] adv., herumstehend; Il. 13, 551; Eur. Andr. 1137; Her. 2, 225; Thuc. 7, 81 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιστᾰδόν: ἐπίρρ., Τρῶες· δὲ περισταδόν... οὔταζον, «περιιστάμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 551, Ἡρόδ. 2. 225, Εὐρ. Ἀνδρ. 1136, Θουκ. 7. 81, κτλ.· ― περιστάδην, Θεόδ. Πρόδρ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se tenant tout autour.
Étymologie: περιΐστημι, -δον.

English (Autenrieth)

standing around, drawing near from every side, Il. 13.551†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.)
2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-στα- του περι-ίστημι (πρβλ. στά-δην) + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. παρα-στα-δόν)].

Greek Monotonic

περιστᾰδόν: (περιστῆναι), επίρρ., σταθερά ολόγυρα από, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

περιστᾰδόν: adv. стоя вокруг, обступая со всех сторон Her., Eur.: Τρῶες π. οὔταζον σάκος Hom. троянцы со всех сторон поражали щит (Несторида); βάλλεσθαι π. Thuc. находиться под круговым обстрелом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισταδόν [περιίσταμαι] adv., rondom staand, van alle kanten:. ἐβάλλοντο περισταδόν zij werden van alle kanten beschoten Thuc. 7.81.4.