προκατασκευάζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A prepare beforehand, εἱρκτὰς ταῦτα π. X.Cyr.3.1.19, cf. D.S.15.47 (codd.); νίκην ib.3; φάρμακον D.C.60.34; fortify in advance, [εἰσβολάς] Aen. Tact.16.16; π. τινὰ εὔλυτον put him into a condition of free bowel-action, Alex. Trall.11.2:—Med., φίλους Plb.4.32.7, cf. LXX Si.Prol.26, Gal.6.180:—Pass., Hp.Haem.3, Arist.Col.792b5, Plb.1.21.3. II Rhet., use the device of προκατασκευή 3, Hermog.Inv.3.2; -σκευαζόμενος στοχασμός Id.Stat. 3.
German (Pape)
[Seite 729] vorbereiten; Xen. Cyr. 3, 1, 19; τούτων προκατεσκευασμένων, Plut. Lys. 26; Pol. 1, 21, 3; auch med., προκατασκευασάμενος τὰ προειρημένα, 10, 22, 1; προκατεσκευασμένοι φίλους, 4, 32, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευάζω: παρασκευάζω ἐκ τῶν προτέρων, προετοιμάζω, Πολύβ. 1. 21, 2, Διόδ. 15. 47· ἀναχώρησιν ἑαυτῷ Δίων Κ. 46. 38· ταῦτα πρ. εἱρκτάς, ὡς εἱρκτάς, ὡς φυλακάς, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19. ― Μέσ., Πολύβ. 4. 32, 7, κτλ. ― Παθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
préparer d’avance ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, κατασκευάζω.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. (κυρίως σχετικά με δομικό υλικό) κατασκευάζω εκ τών προτέρων μακριά από τον τόπο ανέγερσης
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προκατασκευασμένος, -η, -ο
(ιδίως για κτήριο) αυτός που συναρμολογείται και ανεγείρεται με συστατικά μέρη τα οποία έχουν κατασκευαστεί εκ τών προτέρων μακριά από τον χώρο ανέγερσης και έχουν μεταφερθεί χωριστά σ' αυτόν
αρχ.
1. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων (α. «προκατασκευάζειν νίκην», Διόδ.
β. «προκατασκευασμένοις τὰ ἤθη ἐν νόμῳ βιοτεύειν», ΠΔ.
γ. «προκατασκευασμένοι φίλους», Πολ.)
2. ισχυροποιώ, ενισχύω, δυναμώνω εκ τών προτέρων («προκατασκευάζειν εισβολάς», Αιν. Τακτ.)
3. κάνω χρήση προκατασκευής («προκατασκευαζόμενος στοχασμός», Ερμογ.).
Greek Monotonic
προκατασκευάζω: μέλ. -σω, ετοιμάζω από πριν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προκατασκευάζω: тж. med. заранее готовить, подготовлять (τι Arst., med. Polyb.): ἰσχυρὰ χωρία εἱρκτὰς οὐτῷ προκατασκευάσαι Xen. превратить укрепленные пункты (неприятеля) в западни для него; τούτων προκατασκευασμενων Plut. или προκατασκευασθέντων Polyb. когда это было подготовлено.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατασκευάζω vooraf regelen.