παρίζω
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
Aeol. -ίσδω,
A sit beside, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν Od.4.311, cf. Alc.52 ; π. βουλεύουσι τοῖσι γέρουσι Hdt.6.57 ; ἐν βουλῇ Id.4.165 ; but, II causal, seat beside, π.Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα Id.5.20 : aor.1, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359 :—hence Med. in intr. sense, seat oneself or sit beside, Hdt.7.18, 8.58, cj. in Bion 2.22 ; cf. παρέζομαι.
German (Pape)
[Seite 522] (s. ἵζω), daneben setzen, sitzen lassen, τινά τινι, Her. 5, 20; sich bei Einem setzen, Od. 4, 311; daneben sitzen, Her. 4, 165, τινί, 6, 57; so auch med., 5, 18 u. Sp., wie Bion. 15, 22.
Greek (Liddell-Scott)
παρίζω: παρακαθέζομαι, καθίζω πλησίον, Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν (ὁ Μενέλαος) Ὀδ. Δ. 411˙ παρίζειν βουλεύουσι τοῖς γέρουσιν Ἡρόδ. 6. 57˙ ἐν βουλῇ ὁ αὐτ. 4. 165˙ ἀλλά, ΙΙ. κυρίως τὸ παρίζω ἦτο μεταβατικὸν ἐνεργείας, κάμνω ἢ βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ πλησίον, τόν καθίζω πλησίον, π. ἀνδρὶ Πέρσῃ ἄνδρα Μακεδόνα ὁ αὐτ. 5. 20˙ ἀόρ. α´, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Ἰλ. Ψ. 359˙- ὥστε τὸ μέσον παρίζομαι ἔλαβε τὴν ἀμετάβ. σημασ., καθίζω ἐμαυτὸν ἢ καθέζομαι πλησίον, Ἡρόδ. 7. 18., 8. 58, Βίων 15. 22˙ πρβλ. παρέζομαι.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire asseoir auprès de : τινά τινι qqn auprès de qqn;
2 intr. s’asseoir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, ἵζω.
English (Autenrieth)
ipf. παρῖζεν: sit down by, Od. 4.311†.
Greek Monolingual
και παραΐζω και αιολ. τ. παρίσδω, Α
1. (το ενεργ
και το μέσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον, παρακάθημαι
2. (ως μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει κοντά σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].
Greek Monotonic
παρίζω:I. κάθομαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. μτβ., βάζω ή κάνω κάποιον να καθίσει δίπλα, τινά τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., παρίζομαι, καθίζω τον εαυτό μου ή κάθομαι δίπλα, στον ίδ., σε Βίωνα· αόρ. βʹ παρ-εζόμην, Επικ. προστ. -εζεο, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
παρίζω:
1) садиться или сидеть рядом (τινί Hom., Her.);
2) сажать рядом (τινά τινι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ίζω met acc. en dat. doen zitten bij:. παρίζει Πέρσῃ ἀνδρὶ ἄνδρα Μακεδόνα hij liet een Macedoniër naast een Pers plaatsnemen Hdt. 5.20.5. zonder acc. met dat. gaan zitten bij:; Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν hij ging naast Telemachus zitten Od. 4.311; ook med.. παριζόμενος Ξέρξῃ terwijl hij bij Xerxes ging zitten Hdt. 7.18.1.