ἀκαμαντομάχης
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).