ἀπορραντήριον

From LSJ
Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορραντήριον Medium diacritics: ἀπορραντήριον Low diacritics: απορραντήριον Capitals: ΑΠΟΡΡΑΝΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aporrantḗrion Transliteration B: aporrantērion Transliteration C: aporrantirion Beta Code: a)porranth/rion

English (LSJ)

τό, (ἀπορραίνω)

   A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase d’eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).

Greek Monolingual

ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.

Greek Monotonic

ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.

Middle Liddell

ἀπορραίνω
a vessel for sprinkling with holy water, Eur.