ἀπρασία
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ἡ,
A want of purchasers, no sale, Eup.62, D.27.21, 34.8.
German (Pape)
[Seite 338] ἡ, das Nichtverkaufen, Mangel an Absatz, φορτίων Dem. 34, 8; vgl. 27, 21; Eupol. B. A. 83.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρᾱσία: ἡ, ἔλλειψις ἀγοραστῶν, οὐδεμία πώλησις, τὸ Τουρκιστὶ λεγόμενον «κεσάτ(ι)», Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 26, Δημ. 820. 2., 909. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut de vente, manque d’acheteurs.
Étymologie: ἄπρατος.
Spanish (DGE)
(ἀπρᾱσία) -ας, ἡ
falta de compradores sin cont., Eup.70, τῶν δ' ἔργων ἀπρασίαν falta de venta de productos manufacturados D.27.21, τῶν φορτίων D.34.22, cf. PIand.100.9 (IV d.C.) cj. en BL 3.87 (pero cf. ἀπραγία).
Greek Monolingual
ἀπρασία, η (Α)
έλλειψη αγοραστών.
Greek Monotonic
ἀπρᾱσία: ἡ, έλλειψη αγοραστών, το να μη γίνεται ούτε μια πώληση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρᾱσία: ἡ застой в торговле, отсутствие сбыта (φορτίων Dem.).