φορμηδόν

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμηδόν Medium diacritics: φορμηδόν Low diacritics: φορμηδόν Capitals: ΦΟΡΜΗΔΟΝ
Transliteration A: phormēdón Transliteration B: phormēdon Transliteration C: formidon Beta Code: formhdo/n

English (LSJ)

Adv., (φορμός)

   A like mat-work or wattling, cross-wise, ξύλα . . φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες setting up planks arranged cross-wise, Th.2.75; φ. ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες (sc. τοὺς νεκρούς) Id.4.48, cf. Ph.2.530, Aristid.2.312J.

German (Pape)

[Seite 1300] adv., 1) nach Art einer geflochtenen Decke, d. i. übers Kreuz, in die Quere, kreuzweis, Thuc. 2, 75; übh. kreuz u. quer, unter u. über einander, 4, 48. – 2) bündelweise.

Greek (Liddell-Scott)

φορμηδόν: Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. σταυροειδῶς, «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες σταυροειδῶς ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de natte, par entrecroisement, càd alternativement en long et en large.
Étymologie: φορμός, -δην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όπως στον φορμό, σταυρωτά («συνδεδεμένων δοράτων φορμηδόν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

φορμηδόν: επίρρ. (φορμός), εγκάρσια, πλάγια, λοξά, σταυρωτά, μέσω συστροφής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

φορμηδόν: adv. φορμός крестообразно, крест-накрест (τιθέναι или ἐπιβάλλειν τι Thuc.).

Middle Liddell

φορμός
like mat-work, cross-wise, athwart, Thuc.