προερέσσω

From LSJ
Revision as of 11:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προερέσσω Medium diacritics: προερέσσω Low diacritics: προερέσσω Capitals: ΠΡΟΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: proeréssō Transliteration B: proeressō Transliteration C: proeresso Beta Code: proere/ssw

English (LSJ)

   A row forwards, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (sc. τὴν ναῦν) Od. 13.279, cf. Ael.NA13.19.

German (Pape)

[Seite 721] vorwärts od. weiter rudern, ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279. S. προερύω.

Greek (Liddell-Scott)

προερέσσω: διὰ κωπηλασίας φέρω τὸ πλοῖον εἴς τι μέρος, ἐς λιμένα προερέσσαμεν (ἐξυπακ. τὴν ναῦν) Ὀδ. Ν. 279· πρβλ. προερύω 2.

French (Bailly abrégé)

1 intr. ramer en avant;
2 tr. faire avancer à force de rames, acc..
Étymologie: πρό, ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

aor. προέρεσσα: row forward.

Greek Monolingual

Α
1. φέρνω το πλοίο σε ένα μέρος με τα κουπιά
2. οδηγώ το πλοίο προς τα μπρος με τα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐρέσσω «κωπηλατώ»].

Greek Monotonic

προερέσσω: αόρ. βʹ -ήρεσα, Επικ. -έρεσσα, κωπηλατώ από πριν, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προερέσσω Ion. voor προερέττω.

Russian (Dvoretsky)

προερέσσω:
1) плыть на веслах вперед (ἐς λιμένα Hom.);
2) продвигать (τὴν ναῦν ἐρετμοῖς Hom.).

Middle Liddell

aor2 -ήρεσα epic -έρεσσα
to row forwards, Hom.