Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ληναιών

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ληναιών Medium diacritics: Ληναιών Low diacritics: Ληναιών Capitals: ΛΗΝΑΙΩΝ
Transliteration A: Lēnaiṓn Transliteration B: Lēnaiōn Transliteration C: Linaion Beta Code: *lhnaiw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, name of a month in many Greek calendars, Hes.Op.504, SIG1014.94 (Erythrae), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ληναιών: -ῶνος, ὁ, ἀρχαῖον Ἰων. ὄνομα τοῦ ἑβδόμου Ἀττ. μηνὸς Γαμηλιῶνος, καθ’ ὃν τὰ ἐν Ἀθήναις Λήναια ἑωρτάζοντο (ἴδε ἐν λέξ. Διονύσια), ἀντιστοιχῶν περίπου πρὸς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Ἰανουαρίου καὶ τὸ πρῶτον τοῦ Φεβρουαρίου (κατὰ τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 502, ἔνθα σημειοῦται ὡς ὁ ψυχρότατος μήν. Παρὰ τοῖς ἐν Ἀσίᾳ Ἕλλησιν ἦτο ὁ πέμπτος μὴν τοῦ ἔτους.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
le mois Lénæon (postér. le mois Γαμηλιών) seconde moitié de janvier et première moitié de février.
Étymologie: Ληναῖος.

Greek Monolingual

Ληναιών, -ῶνος, ὁ (Α) Λήναι
αρχαία ιωνική ονομασία του έβδομου αττικού μήνα Γαμηλιώνος, κατά τον οποίο τελούνταν τα Λήναια και που αντιστοιχεί με το διάστημα από τα μέσα Ιανουαρίου ώς τα μέσα Φεβρουαρίου.

Greek Monotonic

Ληναιών: -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. μήνα Γαμηλιῶνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γιορτάζονταν τα Λήναια (βλ. Διονύσια)· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

Ληναιών: ῶνος ὁ ленеон, «месяц виноделия» (старинное название месяца Γαμηλιών) Hes.

Middle Liddell

Ληναιών, ῶνος,
ionic name of the seventh attic month ὁ, Γαμηλιών, in which the Lenaea were held ( v. Διονύσια ) the latter part of Jan. and former of Feb., Hes.