κλίσιον

From LSJ
Revision as of 13:55, 31 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῐσιον Medium diacritics: κλίσιον Low diacritics: κλίσιον Capitals: ΚΛΙΣΙΟΝ
Transliteration A: klísion Transliteration B: klision Transliteration C: klision Beta Code: kli/sion

English (LSJ)

τό,

   A outbuildings round a κλισία or herdsman's cot, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Od.24.208 (glossed by προστῷον, Ameriasap.Ael.Dion.Fr.231); dub. sens. in IG11(2).156A38, 49 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1455] τό, att. κλῖσίον, Draco p. 57, 19 (u. deshalb auch κλείσιον geschrieben; von den Alten zum Theil von κλείω abgeleitet, s. κλισιάς; es kommt aber wie κλισία von κλίνω); Wirthschaftsgebäude, Wohnung für das Hausgesinde u. Stallung für das Vieh, welche Gebäude rund um das Herrnhaus herumgebau't waren, vgl. Od. 24, 207 u. Schol. zu Il. 9, 90, wie Poll. 4, 125; bei den Attikern übh. schlechtes Häuschen, Hütte, im Ggstz zu den ordentlichen Wohnhäusern, Lys. 12, 18; bei Dem. 18, 129, wo die v. l. κλεισίον u. κλησίον, = οἴκημα. Bei Paus. 4, 1, 7 cella.

Greek (Liddell-Scott)

κλίσιον: κλῐ, τό, (κλίνω), περίπτερον περὶ κλισίαν καὶ οἰκετικὸς οἶκος εὐτελής, περὶ δὲ κλίσιον θέε πάντῃ Ὀδ. Ω. 208, ἴδε Σχόλ. εἰς Ὅμ., καὶ Θησ. Στ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
habitation des esclaves près de celle du maître.
Étymologie: κλισία.
2ου (τό) :
lieu clos :
1 maison modeste, non ouverte à tout venant;
2 misérable hutte;
3 mauvais lieu.
Étymologie: κλείω.

English (Autenrieth)

(κλίνω): an adjoining building for servants, etc., Od. 24.208†.

Greek Monolingual

κλίσιον, τὸ (Α)
φτωχική κατοικία η οποία βρισκόταν κοντά στην κατοικία κάποιου και στην οποία έμεναν οι δούλοι του με τις οικογένειές τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλισία.

Greek Monotonic

κλίσιον: [κλῐ], τό (κλίνω), βοηθητικά κτίσματα γύρω από καλύβα βοσκού, παραρτήματα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κλίσιον:
I или κλείσιον (ῐσ) τό помещение для прислуги, людская Hom.
II (ῑσ) τό κλείω I]
1) хижина, лачуга, барак Plut., Lys.;
2) притон Dem.

Middle Liddell

κλίσιον, ου, τό, κλίνω
the outbuildings round a herdman's cot, Od.