κατάλοιπος
ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
English (LSJ)
ον,
A left remaining, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.39e; ἐκ τοῦ κ. Arist.HA548b18, cf. Michel829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.Rh.1.120 S.; τοῦτο… κατάλοιπόν [ἐστι] c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; ἡ κ. the other of two, Gal.7.314.
German (Pape)
[Seite 1361] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλοιπος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ὑπόλοιπος, Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. κατάλυπος= κατάλοιπος ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.
English (Strong)
from κατά and λοιποί; left down (behind), i.e remaining (plural the rest): residue.
English (Thayer)
κατάλοιπον (λοιπός), left remaining: (οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων A. V., the residue of men), Plato, Aristotle, Polybius; the Sept..)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάλοιπος, -ον) καταλείπω
ο υπόλοιπος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο
1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο
2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)
3. μτφ. βίωμα
αρχ.
ο ένας από τους δύο.
Russian (Dvoretsky)
κατάλοιπος: остающийся, остальной, прочий Plut., Arst., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend.
Chinese
原文音譯:kat£loipoj 卡他-睞坡士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:下-缺乏的
字義溯源:餘剩的,剩下的,其餘的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λοιπός)=其餘的)組成;而 (λοιπός)出自(λείπω)*=缺少,留下)。
同義字:1) (κατάλοιπος)餘剩的 2) (λοιπός)其餘的 3) (τέλος)結局
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 餘剩(1) 徒15:17