губительный
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Russian > Greek
δύσφρων ;; ἄκαρπος ;; φθινάς ;; δηλήμων ;; βλαβερός ;; πάμφθαρτος ;; διαφθαρτικός ;; δάϊος ;; δήϊος ;; οὖλος ;; οὐλόμενος ;; ὀλόμενος ;; ἀλιτηριώδης ;; λοίγιος ;; ὀλόεις ;; θυμοφθόρος ;; οὔλιος ;; φθισήνωρ ;; ἀΐδηλος ;; ἀΐδαλος ;; ὀλοόφρων ;; ἀταρτηρός ;; λυγρός ;; πευκεδανός ;; φόνιος ;; πολύπονος ;; ἀνήκεστος ;; ὀλέθριος ;; ὀλοός ;; ὀλοιός ;; λοιγός ;; φθερσιγενής ;; θανατώδης ;; νοσώδης ;; ἀναρπάξανδρος ;; ἀραῖος ;; φθοροποιός ;; θανάσιμος ;; θανατηφόρος ;; βριθύς ;; φονεύς ;; θυμοραϊστής ;; ἀνδροφόνος ;; φοίνιος ;; αἱματηρός