μύαξ

From LSJ
Revision as of 17:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύαξ Medium diacritics: μύαξ Low diacritics: μύαξ Capitals: ΜΥΑΞ
Transliteration A: mýax Transliteration B: myax Transliteration C: myaks Beta Code: mu/ac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A = μῦς 11, sea-mussel, Xenocr. ap. Orib.2.58.90, Dsc. 2.5, Plin.HN32.95; also of its shell, Dsc.1.32,33.    II = μύστρον 2, Crito ap.Gal.14.105; μ. χαλκοῦς Id.12.892. (Cf. Lat. mūrex.)

German (Pape)

[Seite 213] ακος, ὁ, 1) = μῦς. – 2) die Miesmuschel, Diosc. – 3) = μύστρον, Lob. Phryn. 321.

Greek (Liddell-Scott)

μύαξ: -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = μύστρον ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω μέρος τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μύαξ)
ζωολ. το μύδι
μσν.
αρχιτ. το επάνω μέρος της κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα
αρχ.
1. όστρακο, καύκαλο
2. κουτάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. μῦς (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, δηλωτικό ονομάτων ζώων (πρβλ. ασπάλ-, μέμβρ-αξ). Κατ' άλλους, πρέπει να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «φύκι» (πρβλ. λατ. muscus και νέο άνω γερμ. Μiesmuschel «μύδι»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με το μύω «κλείνω». Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αντιστοιχεί με το λατ. mūrex «είδος κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: sea-mussel, its shell (medic., Plin.); spoon (from shell; medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as ἀσπάλαξ, μέμβραξ, ὕραξ and other animals' names (Chantraine Form. 378f.). Like μυΐσκη, -ος id. prob. from μῦς, which can also mean mussel; cf. also Lat. mūsculus also mussel; s. Strömberg Fischnamen 109. Diff. Fick a.o. (s. WP. 2, 251): to a word for moss in Lat. muscus a.o.; cf. esp. NHG Mies-muschel. Diff. again L. Meyer 4, 291: to μύω shut (oneself). -- With μύαξ can be identical Lat. mūrex purple (snail) as inherited word, s. W.-Hofmann s.v. For Mediterranan origin of mūrex Ernout-Meillet; thus also on μύαξ Chantraine Form. 378; DELG rejects all hypotheses. - The suffix -αξ however is typically Pre-Greek; is it possible that this was added to the IE word *mus mouse? (Not in Fur.)

Frisk Etymology German

μύαξ: -ακος
{múaks}
Grammar: m.
Meaning: Miesmuschel, Schale derselben (Mediz., Plin.). Löffel (aus Schale; Mediz.).
Etymology : Bildung wie ἀσπάλαξ, μέμβραξ, ὕραξ und andere Tiernamen (Chantraine Form. 378f.). Wie μυΐσκη, -ος ib. wahrscheinlich von μῦς, das auch Muschel bedeuten kann; vgl. noch lat. mūsculus auch Miesmuschel; dazu Strömberg Fischnamen 109. Anders Fick u.a. (s. WP. 2, 251) : zu einem Wort für Moos in lat. muscus u.a.; vgl. bes. nhd. Mies-muschel. Wieder anders L. Meyer 4, 291: zu μύω sich schließen. — Mit μύαξ kann lat. mūrex Purpurschnecke als Erbwort identisch sein, s. W.-Hofmann s.v. Für mittelmeerländischen Ursprung von mūrex Ernout-Meillet; ähnlich auch über μύαξ Chantraine Form. 378.
Page 2,262-263